καρδινάλιος

καρδινάλιος
I
(Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας πουλιών, το μήκος των οποίων δεν ξεπερνά τα 20 εκ., είναι ο κόκκινος κ. Είναι διαδεδομένος στην Κεντρική και Βόρεια Αμερική και οφείλει την ονομασία του στο ζωηρό κόκκινο χρώμα του φτερώματός του, που διακόπτεται μόνο από μία μικρή μαύρη μάσκα στη βάση του ράμφους και στο επάνω μέρος του λαιμού. Το είδος αυτό, καθώς και άλλα συγγενή, δεν προσαρμόζεται εύκολα στη ζωή της αιχμαλωσίας.
Κόκκινος καρδινάλιος (Richmondena cardinalis), διαδεδομένος στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική.
Ένας γκρίζος καρδινάλιος (Cardinalis cristatus), κοινός στα δάση της Βραζιλίας, της Βολιβίας και της Αργεντινής.
II
Ανώτερος αξιωματούχος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας (από το λατινικό cardo που σημαίνει μεντεσές). Οι κ. είναι οι πιο άμεσοι συνεργάτες του πάπα, από τον οποίο εκλέγονται και ονομάζονται. Το σύνολο των κ. αποτελεί το ιερό κολέγιο, κεντρικό όργανο διοίκησης της Καθολικής Εκκλησίας, το οποίο, όταν η Αγία Έδρα χηρεύει, συγκαλείται σε κονκλάβιο και εκλέγει τον νέο ποντίφικα. Οι κ. διαιρούνται σε κ. ιερείς, κ. επισκόπους και κ. διακόνους. Ο αριθμός τους κατά τον Μεσαίωνα ποίκιλλε από 40 έως 54, αλλά σταθεροποιήθηκε σε 70 από τον πάπα Σίξτο Ε’, με το διάταγμα Postquam verius. Το 1958 ο πάπας Ιωάννης ΙΓ’ αύξησε τον αριθμό τους σε 85, για να διευκολύνει την εισδοχή στο ιερό κολέγιο των μη Ιταλών κ.
Πολλοί καρδινάλιοι συνδέονται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα της φεουδαρχικής Ευρώπης (Ρισελιέ, Μαζαρίνος κ.ά.). Ένας από αυτούς ήταν ο Φρανσέσκο Αλιντόσι (1455-1511), γραμματέας του πάπα Ιούλιου B’, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο του πάπα εναντίον της Φεράρα.
* * *
και καρδινάλις, ο (Μ καρδινάλιος και γαρδινάλης)
τίτλος ανώτερων κληρικών τής Δυτικής Εκκλησίας, οι οποίοι αποτελούν το ιερό κονκλάβιο που εκλέγει τον πάπα
νεοελλ.
είδος ωδικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardinalis «πρωτεύων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρδινάλιος — ο (λ. λατ.), τίτλος ανώτερων κληρικών της Δυτικής Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρετς, Ζαν-Φρανσουά-Πολ ντε Γκοντί, καρδινάλιος του- — (Retz, (Μονμιράιγ 1613 – Παρίσι 1679). Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και κληρικός. Πήρε μέρος στη συνωμοσία του Σουασόν εναντίον του Ρισελιέ (1641) και υπηρέτησε όλα τα κόμματα ανάλογα με τα συμφέροντά του. Στον πόλεμο της Σφενδόνης έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • Βενέδικτος — I Όνομα παπών και αντιπάπων της Kαθολικής Εκκλησίας. 1. Β. Α’, ο επονομαζόμενος Μπονόζο. Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (575 578). Ρωμαϊκής καταγωγής, διαδέχτηκε τον Ιωάννη Γ’. Στη διάρκεια της παποσύνης του η Ρώμη δέχτηκε την επίθεση των… …   Dictionary of Greek

  • Καζανάτα, Τζιρόλαμο — (Girolamo Casanata, Νάπολη 1620 – Ρώμη 1700). Ιταλός καρδινάλιος, θεολόγος και πολιτικός. Υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Σαμπίνα (1648), της Ανκόνα (1656), ως μέλος της Ιεράς Εξέτασης στη Μάλτα (1658), ενώ το 1693 διορίστηκε βιβλιοθηκάριος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”